- παγγέωργος
- παγγέωργος, -ον (Α)(με μτφ. κυρίως σημ.) αυτός που φροντίζει για όλους σαν να είναι γεωργός («ὁ παγγέωργος λογισμὸς περικαθαίρων», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + γεωργός, με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγγέωργος — master gardener masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)